- πίμα
- Ινδική φυλή, που ζούσε τον 16o αι. στις όχθες του ποταμού Χίλα και στους πρόποδες της Σιέρα Μάδρε, στην περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα η Πολιτεία Αριζόνα των ΗΠΑ. Η βασική τους ασχολία ήταν, από παλιά, η αρδευτική αγροκαλλιέργεια. Καλλιεργούσαν καλαμπόκι, όσπρια, κολοκύθες και βαμβάκι. Από τους Ευρωπαίους έμαθαν την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Βασικές κοινωνικές μονάδες των Π. ήταν η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και η κοινότητα των γειτόνων. Στα τέλη του 16ου αι. τα εδάφη τους έγιναν ισπανικές κτήσεις. Το 1848 ο Π. πέρασαν στην κηδεμονία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Έτσι, οι φυλές αυτές έχασαν τις καλύτερες εκτάσεις γης που κατείχαν και τις αρδευτικές διώρυγες, με αποτέλεσμα η οικονομία τους να αρχίσει να φθίνει. Σήμερα οι Π. απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες στα αγροκτήματα της Αριζόνα.
* * *το, Νάκλ. φρ. «βαμβάκι πίμα» — βαμβάκι με ίνες εξαιρετικά λεπτές και ανθεκτικές, που παράγεται στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pima < Pima, πόλη τής Αριζόνα].
Dictionary of Greek. 2013.